ανεξαίρετος

ανεξαίρετος
η , ο [ος , ον ]
1) не исключённый; не могущий быть исключённым; 2) юр. не получивший отвода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεξαίρετος" в других словарях:

  • ανεξαίρετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξαιρείται: Κανένας κανόνας δεν είναι ανεξαίρετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξαίρετος — η, ο 1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί 2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. αίρετα χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»